-
1 ἀριστεύω
A to be best or bravest, ;ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι 11.409
;ἐν ἀέθλοισιν ἀ. Pi.N.11.14
; gain the prize for valour (v. ἀριστεῖα, τά), gain the highest distinction, Hdt.3.55, 9.105, Pl.R. 468b, Isoc.9.16.2 c. gen., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων he was the best of the Trojans.., Il.6.460, cf. Hdt.5.112, 7.106, al.;οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων Il.11.627
, cf. Pi.N.10.10.3 c. inf., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι he was best at fighting, Il.16.292, 551, etc.; ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων, v. supr.4 c.acc.rei, ἀ. τι to be best in a thing,στάδιον Pi.O.10(11).64
, cf. 13.43;ἰάλεμον Theoc.15.98
.5 c. acc. cogn., win asἀριστεῖα, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας S.Aj. 435
, cf. 1300;πάντα ἀ. Id.Tr. 488
, Pl.R. 540a;μεμιγμένην ἀριστείαν ἀ. Plu.Pel.34
.II of things, to be best, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονός best of all lands on fruitful earth, Pi.N.1.14; (lyr.); of an opinion, prevail, Hdt.7.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστεύω
-
2 ἀριστεύω
ἀριστεύω, ein ἀριστεύς sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεϑ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χϑονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέϑλοις Pind. N. 11, 14; πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ πρῶτα καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; γνώμη ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий